- τριγωνικός
- -ή, -ό / τριγωνικός, -ή, -όν, ΝΑ [τρίγωνον]αυτός που έχει σχήμα τριγώνουνεοελλ.1. χημ. (σχετικά με τύπο υβριδίωσης κατά την περιγραφή τών χημικών δεσμών) αυτός στον οποίο παίρνουν μέρος τρία τροχιακά ενός ατόμου, ένα τροχιακό s και τρία τροχιακά p2. φρ. α) «τριγωνική πυραμίδα» — πυραμίδα που έχει ως βάση τρίγωνοβ) «τριγωνικό πρίσμα» — πρίσμα τού οποίου δύο έδρες είναι τρίγωναγ) «τριγωνικό εμπόριο» — εμπόριο το οποίο διεξαγόταν κατά τον 17ο και κυρίως κατά τον 18ο αιώνα, ιδίως από τους δουλεμπόρους τών αγγλικών και γαλλικών λιμένων τού Ατλαντικούδ) «τριγωνικό σύστημα»(κρυσταλλ.) το ρομβοεδρικό σύστημα.επίρρ...τριγωνικώς / τριγωνικῶς, ΝΑ, και τριγωνικά Νμε τριγωνικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.