τριγωνικός

τριγωνικός
-ή, -ό / τριγωνικός, -ή, -όν, ΝΑ [τρίγωνον]
αυτός που έχει σχήμα τριγώνου
νεοελλ.
1. χημ. (σχετικά με τύπο υβριδίωσης κατά την περιγραφή τών χημικών δεσμών) αυτός στον οποίο παίρνουν μέρος τρία τροχιακά ενός ατόμου, ένα τροχιακό s και τρία τροχιακά p
2. φρ. α) «τριγωνική πυραμίδα» — πυραμίδα που έχει ως βάση τρίγωνο
β) «τριγωνικό πρίσμα» — πρίσμα τού οποίου δύο έδρες είναι τρίγωνα
γ) «τριγωνικό εμπόριο» — εμπόριο το οποίο διεξαγόταν κατά τον 17ο και κυρίως κατά τον 18ο αιώνα, ιδίως από τους δουλεμπόρους τών αγγλικών και γαλλικών λιμένων τού Ατλαντικού
δ) «τριγωνικό σύστημα»
(κρυσταλλ.) το ρομβοεδρικό σύστημα.
επίρρ...
τριγωνικώς / τριγωνικῶς, ΝΑ, και τριγωνικά Ν
με τριγωνικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τριγωνικός — triangular masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγωνικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχήμα τριγώνου: Τριγωνική πυραμίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριγωνικά — τριγωνικός triangular neut nom/voc/acc pl τριγωνικά̱ , τριγωνικός triangular fem nom/voc/acc dual τριγωνικά̱ , τριγωνικός triangular fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγωνικῶν — τριγωνικός triangular fem gen pl τριγωνικός triangular masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγωνικόν — τριγωνικός triangular masc acc sg τριγωνικός triangular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριθμητικό τρίγωνο — Τριγωνικός αριθμητικός πίνακας για τη σύνταξη των συντελεστών των διωνύμων. Στις πλευρές του βρίσκονται οι μονάδες. Στο εσωτερικό του οι αριθμοί σχηματίζονται με την πρόσθεση των δύο αριθμών που βρίσκονται πάνω από τον δοσμένο: H (ν + 1) σειρά… …   Dictionary of Greek

  • τριγωνικαῖς — τριγωνικός triangular fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγωνικαί — τριγωνικός triangular fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγωνικοῖς — τριγωνικός triangular masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγωνικοί — τριγωνικός triangular masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”